Κατά τον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών στη Χιλή, που πραγματοποιήθηκε στις 15 Δεκεμβρίου, επικράτησε ο Χοσέ Αντόνιο Καστ, εκπρόσωπος της σκληρής δεξιάς. Τα στοιχεία της εκλογικής υπηρεσίας SERVEL έδειξαν ότι άφησε πίσω του τη Γιανέτ Χάρα, η οποία υποστηριζόταν από πολιτικές δυνάμεις του κεντροαριστερού χώρου.

Ο 59χρονος πρώην κοινοβουλευτικός συγκέντρωσε ποσοστό 58,30%, ενώ η αντίπαλός του περιορίστηκε στο 41,70%, με τα τρία τέταρτα των ψηφοδελτίων να έχουν ήδη προσμετρηθεί. Στις πρώτες του δηλώσεις, ο Καστ έδωσε έμφαση στην ανάγκη επιβολής τάξης, περιγράφοντας τη χώρα ως κοινωνία που απειλείται από εγκληματικότητα και έλλειψη ασφάλειας.

Η ανάληψη της προεδρίας από τον Καστ, η οποία έχει προγραμματιστεί για τον Μάρτιο, σηματοδοτεί μια σαφή πολιτική στροφή προς τα δεξιά. Πρόκειται για τον πιο συντηρητικό πρόεδρο που εκλέγεται στη Χιλή μετά το τέλος της στρατιωτικής διακυβέρνησης του Αουγκούστο Πινοσέτ, γεγονός που προκαλεί ανησυχία σε μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης. Η Γιανέτ Χάρα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα και παραδέχθηκε την ήττα της, σεβόμενη τη λαϊκή ετυμηγορία. Σε διεθνές επίπεδο, ο επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας, Μάρκο Ρούμπιο, απέστειλε συγχαρητήριο μήνυμα στον νέο πρόεδρο, εκφράζοντας την πρόθεση της Ουάσινγκτον να συνεργαστεί στενά μαζί του σε θέματα ασφάλειας και οικονομικών σχέσεων.

Η εκλογική επικράτηση του Καστ φέρνει ξανά στο δημόσιο διάλογο τις σκοτεινές σελίδες της χιλιανής ιστορίας. Ο ίδιος έχει προαναγγείλει ότι θα στηρίξει πρωτοβουλία για την αποφυλάκιση περίπου 140 πρώην αξιωματικών και στελεχών των δυνάμεων ασφαλείας, οι οποίοι έχουν καταδικαστεί για σοβαρά εγκλήματα που συνδέονται με την περίοδο της δικτατορίας. Ανάμεσα στους κρατούμενους αυτούς βρίσκεται και ο Μιγκέλ Κράσνοφ, πρώην ταξίαρχος, με ποινές που αγγίζουν συνολικά τα χίλια χρόνια φυλάκισης.

Το παρελθόν του νέου προέδρου έχει επίσης προκαλέσει έντονες επικρίσεις. Κατά την πρώτη του κάθοδο στις εκλογές το 2017, είχε επισκεφθεί κρατούμενους που είχαν καταδικαστεί για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και είχε εκφράσει την άποψη ότι το καθεστώς της χούντας είχε συμβάλει, κατά τη δική του εκτίμηση, στην προστασία των δικαιωμάτων αυτών — θέση που συνεχίζει να σκιάζει την πολιτική του πορεία.