Ο Ρώσος πρόεδρος ξεκαθάρισε ότι, υπό την παρούσα κυβέρνηση στο Κίεβο, δεν θεωρεί εφικτή ή ουσιαστική καμία συμφωνία, αμφισβητώντας τη νομιμοποίησή της. Μιλώντας στο πλαίσιο της Συνόδου του Οργανισμού Συλλογικής Συνθήκης για την Ασφάλεια, υπογράμμισε πως, παρότι η Μόσχα δεν απορρίπτει την προοπτική μελλοντικών συνομιλιών με την Ουκρανία, οι σημερινές συνθήκες δεν επιτρέπουν να υπάρξει νομικά έγκυρη συμφωνία. Υποστήριξε ακόμη ότι υπάρχουν δυνάμεις που επιδιώκουν την παράταση των συγκρούσεων σε βάρος των Ουκρανών στρατιωτών, δηλώνοντας ότι η Ρωσία δεν φοβάται αυτό το ενδεχόμενο.

Εξέφρασε όμως την πίστη ότι στο μέλλον η κατάσταση θα διαφοροποιηθεί, επιτρέποντας έναν διάλογο με το Κίεβο που θα τυγχάνει διεθνούς αναγνώρισης. Τόνισε ότι ζητήματα όπως το καθεστώς της Κριμαίας και η κατάσταση στο Ντονμπάς θα πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Όσον αφορά τη στρατιωτική εικόνα, παρουσίασε την εκτίμηση ότι οι ρωσικές δυνάμεις προωθούνται με σταθερότερο ρυθμό στο μέτωπο και ότι η Ουκρανία δυσκολεύεται να αντικαταστήσει τις απώλειές της. Επανέλαβε ότι, κατά την άποψή του, η άμεση διακοπή των εχθροπραξιών εξαρτάται αποκλειστικά από την απόσυρση των ουκρανικών στρατευμάτων από τις επίμαχες περιοχές.

Αναφέρθηκε επίσης στο σχέδιο ειρήνευσης που είχε συζητηθεί μεταξύ Ουάσιγκτον και Κιέβου, χαρακτηρίζοντάς το πιθανή βάση για μια μελλοντική συνολική συμφωνία, παρότι –όπως είπε– υπάρχουν ακόμη σημεία που χρειάζονται επεξεργασία. Επισήμανε ότι η ρωσική πλευρά έχει λάβει τη σχετική πρόταση και ότι οι ΗΠΑ λαμβάνουν υπόψη ορισμένα ρωσικά αιτήματα, χωρίς όμως να έχουν κλείσει όλα τα ανοικτά ζητήματα. Ανέφερε ακόμη ότι η πρόταση του Ντόναλντ Τραμπ σχετικά με το ουκρανικό μέτωπο δεν έχει διαμορφωθεί πλήρως.

Απαντώντας σε ευρωπαϊκές ανησυχίες περί ρωσικής απειλής, απέρριψε κατηγορηματικά ότι η Ρωσία έχει οποιοδήποτε σχέδιο επίθεσης εναντίον ευρωπαϊκών χωρών, χαρακτηρίζοντας τέτοιους ισχυρισμούς παράλογους. Παράλληλα αποκάλυψε ότι υπάρχουν επαφές ανάμεσα σε ρωσικές και ουκρανικές υπηρεσίες πληροφοριών, που επικεντρώνονται κυρίως σε ανταλλαγές αιχμαλώτων.

Σε σχέση με τις κυρώσεις των ΗΠΑ σε ρωσικές πετρελαϊκές εταιρείες, δήλωσε ότι τον εξέπληξαν και ότι καταστρέφουν τις ήδη τεταμένες διμερείς σχέσεις. Απέρριψε επίσης ως ανυπόστατους τους ισχυρισμούς ότι ο Αμερικανός διαμεσολαβητής Στιβ Γουίτκοφ έχει πάρει το μέρος της Μόσχας, θεωρώντας υπερβολικό να αναμένεται ότι ένας διπλωμάτης θα εκφράζεται προσβλητικά για τη Ρωσία κατά τη διάρκεια διαπραγματεύσεων.

Αναφορικά με τις πρόσφατες διαρροές τηλεφωνικών συνομιλιών, υποστήριξε ότι δεν υπάρχει βεβαιότητα για την αυθεντικότητά τους. Παρά ταύτα σημείωσε ότι η Ρωσία είναι έτοιμη να συζητήσει σοβαρά με τις Ηνωμένες Πολιτείες και ότι αναμένει αμερικανική αποστολή στη Μόσχα, στην οποία θα συμμετέχει και ο Γουίτκοφ.

Για το ενδεχόμενο κατάσχεσης ρωσικών περιουσιακών στοιχείων από ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, προειδοποίησε ότι κάτι τέτοιο θα έπληττε την παγκόσμια οικονομική σταθερότητα, ενώ η Μόσχα προετοιμάζει αντίμετρα. Όσον αφορά πιθανή επανένταξη της Ρωσίας στην G7, τόνισε ότι δεν τίθεται τέτοιο θέμα και ότι η χώρα του δεν ενδιαφέρεται για σχήματα όπου δεν αντιμετωπίζεται ισότιμα.

Στο πεδίο της στρατηγικής ασφάλειας, δήλωσε πως η Ρωσία είναι διατεθειμένη να συνομιλήσει με τις ΗΠΑ για ζητήματα που σχετίζονται με πυρηνικές δοκιμές και τον έλεγχο των εξοπλισμών, επαναλαμβάνοντας όμως ότι η χώρα πρέπει να είναι έτοιμη για κάθε ενδεχόμενο. Παράλληλα διέψευσε δημοσιεύματα που παρουσίαζαν τον Σεργκέι Λαβρόφ ως αποδυναμωμένο ή περιθωριοποιημένο στο εσωτερικό του ρωσικού διπλωματικού μηχανισμού.