Η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής βρίσκεται αντιμέτωπη με μια από τις πιο σοβαρές δοκιμασίες της θητείας της, καθώς δύο εξέχοντα πρόσωπα των ευρωπαϊκών θεσμών – η πρώην υπεύθυνη για την εξωτερική πολιτική και ένας υψηλόβαθμος λειτουργός της Κομισιόν – συνελήφθησαν στο πλαίσιο έρευνας που σχετίζεται με ενδεχόμενη οικονομική απάτη. Το γεγονός αυτό έχει προκαλέσει πολιτικό αναβρασμό στις Βρυξέλλες και ενισχύει τις πιέσεις προς την πρόεδρο της Επιτροπής, η οποία ήδη δέχεται επίμονη κριτική για τον τρόπο άσκησης της εξουσίας της και τις επιλογές της σε ζητήματα διαφάνειας.

Η εξέλιξη αυτή σημειώνεται έναν χρόνο μετά την έναρξη της δεύτερης θητείας της, μια περίοδο κατά την οποία είχε ήδη εγερθεί δυσφορία για τον χειρισμό ευαίσθητων θεμάτων εξωτερικής πολιτικής και για τη στάση της σε ζητήματα δημόσιας λογοδοσίας. Η εμπλοκή δύο τόσο γνωστών προσώπων σε μια υπόθεση που φέρεται να ανάγεται αρκετά χρόνια πίσω δημιουργεί τον φόβο ότι μπορεί να εξελιχθεί σε κρίση που θα υπερβεί τα όρια ενός μεμονωμένου περιστατικού.

Η ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, η οποία έκανε λόγο για σοβαρές υπόνοιες αθέμιτων πρακτικών σε διαδικασία διαγωνισμού που σχετίζεται με εκπαιδευτικό πρόγραμμα διπλωματών, προκάλεσε σοκ στον ευρωπαϊκό διοικητικό μηχανισμό. Πολιτικοί αντίπαλοι της ηγεσίας της Επιτροπής αξιοποίησαν άμεσα την υπόθεση, ζητώντας ακόμη και νέα διαδικασία αμφισβήτησης της προέδρου, υποστηρίζοντας ότι η αξιοπιστία των ευρωπαϊκών θεσμών τίθεται εν αμφιβόλω.

Τα δύο πρόσωπα που συνελήφθησαν – η πρώην επικεφαλής της ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής, η οποία σήμερα κατέχει ανώτατο ακαδημαϊκό αξίωμα, και ο πρώην γενικός γραμματέας της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης – κατηγορούνται για εικαζόμενες παραβάσεις σε διαδικασία σύναψης συμβάσεων. Σύμφωνα με τις αρχές, αν αποδειχθούν οι ισχυρισμοί, υπάρχει ενδεχόμενο να στοιχειοθετηθούν αδικήματα που σχετίζονται με κατάχρηση χρημάτων, αθέμιτη επιρροή και παραβίαση υπηρεσιακών κανόνων. Παρά τη σοβαρότητα των κατηγοριών, αφέθηκαν ελεύθεροι υπό τον όρο ότι δεν θεωρούνται ύποπτοι φυγής.

Η υπόθεση επιβαρύνει τις ήδη δύσκολες σχέσεις ανάμεσα στην πρόεδρο της Επιτροπής και την ανώτατη εκπρόσωπο της Ε.Ε. για θέματα εξωτερικής πολιτικής, καθώς ο ένας από τους δύο συλληφθέντες είχε μετακινηθεί από την ΕΥΕΔ σε ευθύνη που υπαγόταν άμεσα στην Επιτροπή. Στελέχη που βρίσκονται κοντά στη διοίκηση της Επιτροπής υποστηρίζουν ότι η ευθύνη βαραίνει κυρίως την αυτοτελή υπηρεσία εξωτερικής δράσης και όχι την προεδρία της Κομισιόν, τονίζοντας ότι η πρόεδρος συχνά γίνεται στόχος υπέρμετρης πολιτικής επίθεσης λόγω της αναγνωρισιμότητάς της.

Η χρονική στιγμή της έρευνας είναι εξαιρετικά δυσμενής για την Ε.Ε., καθώς κόμματα που αμφισβητούν το ευρωπαϊκό εγχείρημα επιχειρούν να κεφαλαιοποιήσουν τη δυσαρέσκεια των πολιτών. Δηλώσεις από κυβερνήσεις και πολιτικούς κύκλους που συχνά συγκρούονται με τις Βρυξέλλες παρουσιάζουν την Ένωση ως θεσμό που κατακρίνει τις άλλες χώρες, ενώ δεν καταφέρνει να αποτρέψει προβλήματα εντός των δικών της δομών. Παράλληλα, ορισμένοι ευρωβουλευτές εξετάζουν εκ νέου το ενδεχόμενο να προωθήσουν διαδικασίες πολιτικής αμφισβήτησης της προέδρου της Επιτροπής.

Οι έρευνες αυτές προστίθενται σε μια μακρά σειρά σκανδάλων που έχουν πλήξει την ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική την τελευταία δεκαετία, από περιπτώσεις εξαγοράς πολιτικής επιρροής από τρίτες χώρες μέχρι καταγγελίες για αθέμιτες συναλλαγές εταιρειών με αξιωματούχους. Ακόμη και η Επιτροπή έχει στο παρελθόν αναγκαστεί να απολογηθεί για περιστατικά κακοδιαχείρισης ή ελλιπούς διαφάνειας, ενισχύοντας την αίσθηση ότι οι θεσμοί αντιμετωπίζουν βαθύτερα προβλήματα αξιοπιστίας.

Εκπρόσωποι εργαζομένων σε ευρωπαϊκούς οργανισμούς επισημαίνουν ότι η υπόθεση, εφόσον επαληθευθούν τα ευρήματα, θα προκαλέσει σοβαρή φθορά στη φήμη όλων των εμπλεκομένων οργάνων, ενώ ήδη πολλοί υπάλληλοι εκφράζουν φόβο για το πώς θα επηρεάσει αυτή η κρίση την εικόνα τους στους πολίτες. Στελέχη της Επιτροπής αναγνωρίζουν ότι τέτοιες υποθέσεις ενισχύουν την εντύπωση ότι η ευρωπαϊκή διοίκηση λειτουργεί μέσα από άτυπα δίκτυα επιρροής και προσωπικών σχέσεων, κάτι που δυσκολεύει την προώθηση της ευρωπαϊκής πολιτικής ατζέντας.

Τέλος, οι κατηγορίες αποκτούν ακόμη μεγαλύτερο βάρος λόγω των θέσεων κύρους που είχαν οι εμπλεκόμενοι. Η πρώην ύπατη εκπρόσωπος είχε αναλάβει ηγετικούς ρόλους σε εκπαιδευτικά ιδρύματα που διαμορφώνουν τη νέα γενιά ευρωπαίων διπλωματών, ενώ ο πρώην γενικός γραμματέας της ΕΥΕΔ κατείχε καίρια διοικητική θέση μέχρι πρόσφατα. Αν οι υποψίες των αρχών επιβεβαιωθούν, η ζημιά στην εικόνα της Ε.Ε. θα είναι σημαντική, με πιθανές συνέπειες τόσο σε πολιτικό όσο και σε θεσμικό επίπεδο.