Ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι βρίσκεται σε μια κρίσιμη φάση διαπραγματεύσεων για το μέλλον του πολέμου στην Ουκρανία, προσπαθώντας να εξισορροπήσει τις πιέσεις των συμμάχων, τις απαιτήσεις της Ρωσίας και τα όρια που θέτει η ουκρανική κοινωνία. Σε συνέντευξή του σε αμερικανικό μέσο, κατέστησε σαφές ότι βασική του επιδίωξη είναι να πείσει την Ουάσινγκτον να υιοθετήσει πιο αυστηρή στάση απέναντι στο ζήτημα των εδαφών, καθώς το υπό συζήτηση ειρηνευτικό πλαίσιο περιλαμβάνει σοβαρές υποχωρήσεις στην ανατολική Ουκρανία, οι οποίες θεωρούνται εξαιρετικά δύσκολες πολιτικά και εθνικά.
Ο Ουκρανός πρόεδρος ξεκαθάρισε ότι, αν δεν εξασφαλιστούν καλύτεροι όροι, δεν προτίθεται να λάβει μόνος του μια απόφαση τέτοιας βαρύτητας. Αντιθέτως, εμφανίζεται διατεθειμένος να μεταφέρει την ευθύνη στον ίδιο τον λαό, θέτοντας το συνολικό πακέτο προτάσεων σε πανεθνική ψηφοφορία. Για να καταστεί όμως αυτό εφικτό, υπογράμμισε ότι απαιτείται πρώτα μια ουσιαστική παύση των εχθροπραξιών, διάρκειας τουλάχιστον δύο μηνών, ώστε να διασφαλιστούν στοιχειώδεις συνθήκες ασφάλειας και οργάνωσης.
Παρά τις ενδείξεις προόδου στις συνομιλίες, το βασικό αγκάθι παραμένει το εδαφικό. Ο Ζελένσκι θεωρεί ότι χωρίς μια «ισχυρή» διεθνή γραμμή υπέρ της Ουκρανίας, οποιαδήποτε συμφωνία θα είναι δύσκολο να γίνει αποδεκτή εσωτερικά. Από αμερικανικής πλευράς, πάντως, το άνοιγμα του Ουκρανού προέδρου στο ενδεχόμενο δημοψηφίσματος αντιμετωπίζεται ως ένδειξη ευελιξίας και πολιτικού ρεαλισμού, έστω κι αν συνοδεύεται από μεγάλες πρακτικές δυσκολίες.
Ο ίδιος δεν έκρυψε ότι μια τέτοια διαδικασία εν μέσω πολέμου ενέχει σοβαρούς κινδύνους. Η συνέχιση των ρωσικών επιθέσεων, όπως είπε, θα υπονόμευε κάθε προσπάθεια δημόσιου διαλόγου, καθώς οι πολίτες δύσκολα μπορούν να σταθμίσουν πολιτικά και οικονομικά οφέλη όταν η καθημερινότητα καθορίζεται από βομβαρδισμούς. Για τον λόγο αυτό, τόνισε ότι μια εκεχειρία που δεν θα τηρηθεί στην πράξη θα καθιστούσε το αποτέλεσμα μη αξιόπιστο και πολιτικά αμφισβητήσιμο.
Στο μεταξύ, παραμένει ασαφές αν η Μόσχα είναι έτοιμη να αποδεχθεί το αμερικανικό σχέδιο. Ο Ζελένσκι άφησε να εννοηθεί ότι υπάρχουν αντικρουόμενα μηνύματα και ότι, σε αυτή τη φάση, προτιμά να αξιολογεί τις εξελίξεις βάσει επίσημων τοποθετήσεων και όχι παρασκηνιακών πληροφοριών. Όπως ανέφερε, η επόμενη περίοδος θα είναι καθοριστική, καθώς επίκειται συνάντησή του με τον Ντόναλντ Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Σύμφωνα με όσα δήλωσε, το μεγαλύτερο μέρος των διμερών συμφωνιών μεταξύ Κιέβου και Ουάσινγκτον έχει ήδη κλειδώσει σε μια σειρά εγγράφων, τα οποία καλύπτουν κρίσιμα ζητήματα συνεργασίας και ασφάλειας. Αν και οι βασικές αρχές έχουν συμφωνηθεί, απομένουν τεχνικές λεπτομέρειες, με κυριότερη τη διάρκεια των δεσμεύσεων. Οι ΗΠΑ προτείνουν ένα πλαίσιο περιορισμένου χρονικού ορίζοντα, ενώ η ουκρανική πλευρά θεωρεί ότι απαιτούνται πιο μακροχρόνιες εγγυήσεις για να υπάρξει πραγματική σταθερότητα.
Ο Ζελένσκι ανέφερε ότι οι σχετικές συμφωνίες θα πρέπει να επικυρωθούν θεσμικά και από τις δύο χώρες, επισημαίνοντας τη σημασία της κοινοβουλευτικής έγκρισης. Παράλληλα, αναγνώρισε τον ρόλο των διαπραγματευτικών ομάδων και των βασικών απεσταλμένων που έχουν αναλάβει να γεφυρώσουν τις διαφορές μεταξύ των πλευρών.
Επιστρέφοντας στο ενδεχόμενο δημοψηφίσματος, το περιέγραψε ως μια εξαιρετικά περίπλοκη και πολιτικά φορτισμένη διαδικασία, αντίστοιχη με μεγάλες ιστορικές αποφάσεις άλλων χωρών, αλλά με την πρόσθετη δυσκολία ότι θα διεξαγόταν σε συνθήκες πολέμου και έντονου χρονικού περιορισμού. Τόνισε ότι, χωρίς επαρκή συμμετοχή των πολιτών, το αποτέλεσμα δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί έγκυρο και θα δημιουργούσε περισσότερα προβλήματα από όσα θα έλυνε.
Τέλος, αποκάλυψε ότι δρομολογούνται συντονισμένες επαφές με Ευρωπαίους ηγέτες, τόσο μέσω τηλεδιασκέψεων όσο και στο πλαίσιο της επικείμενης συνάντησής του με τον Τραμπ. Στόχος, όπως είπε, είναι να μεταφερθεί η συζήτηση στο ανώτατο πολιτικό επίπεδο και να διαμορφωθεί ένα σαφές σχέδιο με συγκεκριμένα βήματα και χρονοδιάγραμμα για τον τερματισμό του πολέμου, το συντομότερο δυνατό.





















