Ο επικεφαλής της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής εξέφρασε την άποψη ότι μια πιθανή παύση των συγκρούσεων στην Ουκρανία δεν θα πρέπει να εκληφθεί ως ένδειξη σταθερότητας. Αντίθετα, εκτίμησε ότι η Ρωσία θα μπορούσε να αξιοποιήσει ένα τέτοιο διάστημα για να ανασυγκροτήσει τις στρατιωτικές της δυνατότητες και να αυξήσει την πίεση προς χώρες της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, γεγονός που καθιστά αναγκαία τη συνεχή εγρήγορση του ΝΑΤΟ.
Ο ίδιος απέφυγε να περιγράψει συγκεκριμένα σενάρια κλιμάκωσης, σημειώνοντας ωστόσο ότι η προνοητικότητα αποτελεί βασικό στοιχείο ασφάλειας. Όπως ανέφερε, τόσο η συμμαχία όσο και η Γερμανία κινούνται προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης των αμυντικών τους μηχανισμών, με αναβάθμιση του στρατιωτικού εξοπλισμού και αύξηση της διαθεσιμότητας ανθρώπινου δυναμικού.
Παράλληλα, υπογράμμισε ότι η ευρωπαϊκή ασφάλεια δεν μπορεί να στηριχθεί σε εφησυχασμό, ακόμη και αν υπάρξει πρόοδος στο διπλωματικό μέτωπο. Σύμφωνα με την εκτίμησή του, η αποτροπή της Ρωσίας προϋποθέτει μακροχρόνια στρατηγική, συνοχή μεταξύ των συμμάχων και διατήρηση ισχυρών αμυντικών δυνατοτήτων, ώστε να αποφεύγονται μελλοντικές απειλές.
Ο Γερμανός αξιωματούχος ξεκαθάρισε ότι η συνέχιση και ενίσχυση των αμυντικών σχεδίων είναι απαραίτητη και δεν θα πρέπει να υπάρξει υποχώρηση σε αυτά. Τόνισε πως μόνο μέσα από αποφασιστικότητα και σταθερή στάση μπορεί να διασφαλιστεί η προστασία των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ, προειδοποιώντας ότι μια ρωσική υπεροχή στο ουκρανικό μέτωπο θα είχε σοβαρές επιπτώσεις για την ασφάλεια της συμμαχίας.
Κλείνοντας, επανέλαβε ότι η υποστήριξη προς την Ουκρανία αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για τη σταθερότητα της Ευρώπης. Ανέφερε ότι οποιαδήποτε μελλοντική συμφωνία θα μπορούσε να περιλαμβάνει δύσκολους συμβιβασμούς από την πλευρά του Κιέβου, μόνο όμως εφόσον συνοδεύονται από σαφείς και δεσμευτικές εγγυήσεις προστασίας από τη Δύση, με ουσιαστικό ρόλο τόσο των Ηνωμένων Πολιτειών όσο και των ευρωπαϊκών κρατών.





















