Η πρόταση των Ηνωμένων Πολιτειών να ενταχθεί η Ουκρανία στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2027 προκάλεσε έντονο προβληματισμό στους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Στις Βρυξέλλες επικρατεί η άποψη ότι μια τόσο σύντομη προθεσμία δεν συμβαδίζει με το βάθος και την πολυπλοκότητα της ενταξιακής πορείας, η οποία αγγίζει ευαίσθητα ζητήματα, όπως η λειτουργία των θεσμών, η εφαρμογή του κράτους δικαίου και οι επιπτώσεις σε βασικούς τομείς πολιτικής, μεταξύ αυτών και η γεωργία. Το χρονοδιάγραμμα αυτό εντάσσεται στο αμερικανικό σχέδιο για τον τερματισμό του πολέμου με τη Ρωσία, ωστόσο στην Ευρώπη θεωρείται υπερβολικά φιλόδοξο.
Πολλοί Ευρωπαίοι αξιωματούχοι εκτιμούν ότι μια τέτοια εξέλιξη δύσκολα μπορεί να υλοποιηθεί πριν από το τέλος της δεκαετίας, με το 2030 να αναφέρεται ως πιο ρεαλιστικός στόχος από τους πλέον αισιόδοξους. Η αίσθηση ότι η Ουάσιγκτον επιχειρεί να επιβάλει πολιτικές αποφάσεις στην Ε.Ε. έχει προκαλέσει ειρωνικά σχόλια σε διπλωματικούς κύκλους, ειδικά ως προς το ενδεχόμενο ένταξης ήδη από τις αρχές του 2027. Η γενική στάση παραμένει επιφυλακτική, καθώς εκφράζονται φόβοι ότι η επίσπευση θα δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα από όσα θα λύσει.
Παρά το γεγονός ότι οι διαπραγματεύσεις ξεκίνησαν αμέσως μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η διαδικασία έχει ουσιαστικά σταματήσει. Η απαίτηση για ομόφωνη έγκριση από όλα τα κράτη-μέλη σε κάθε στάδιο αποδεικνύεται καθοριστικό εμπόδιο, με την Ουγγαρία να μπλοκάρει την πρόοδο μέσω του βέτο της. Ο πρωθυπουργός Βίκτορ Όρμπαν, ο οποίος διατηρεί στενούς δεσμούς με τον Βλαντιμίρ Πούτιν, υποστηρίζει ότι η ένταξη της Ουκρανίας θα έβλαπτε σοβαρά την Ευρωπαϊκή Ένωση. Χωρίς τη συγκατάθεση της Βουδαπέστης, η ενταξιακή πορεία παραμένει παγωμένη.





















