Η επανέναρξη των συγκρούσεων στα σύνορα Ταϊλάνδης–Καμπότζης προκάλεσε μαζική φυγή αμάχων, με τις ταϊλανδικές αρχές να κάνουν λόγο για άνευ προηγουμένου κινητοποίηση πληθυσμού. Σύμφωνα με το υπουργείο Άμυνας της χώρας, πάνω από 400.000 άνθρωποι απομακρύνθηκαν από παραμεθόριες ζώνες και οδηγήθηκαν σε ασφαλείς χώρους, καθώς οι στρατιωτικές εξελίξεις κρίθηκαν επικίνδυνες για την παραμονή τους εκεί.
Ανάλογη εικόνα καταγράφηκε και στην καμποτζιανή πλευρά, όπου περισσότεροι από 100.000 πολίτες εγκατέλειψαν τις εστίες τους σε πέντε επαρχίες. Όπως ανακοίνωσε η Πνομ Πεν, πάνω από 20.000 οικογένειες κατέφυγαν είτε σε οργανωμένα καταλύματα είτε σε συγγενικά σπίτια. Παράλληλα, οι δύο κυβερνήσεις επιρρίπτουν η μία στην άλλη την ευθύνη για τις εχθροπραξίες, οι οποίες έχουν ήδη αφήσει πίσω τους έντεκα νεκρούς — επτά άμαχους στην Καμπότζη και τέσσερα μέλη του ταϊλανδικού στρατού.
Η νέα αυτή κρίση έρχεται να προστεθεί σε μια μακρόχρονη αντιπαράθεση που αφορά αμφισβητούμενες περιοχές κατά μήκος μιας συνοριακής γραμμής άνω των 800 χιλιομέτρων, η οποία χαράχθηκε την εποχή της γαλλικής αποικιοκρατίας στην Ινδοκίνα. Μόλις τον Ιούλιο, πενθήμερες μάχες σε ξηρά και αέρα είχαν προκαλέσει τον θάνατο 43 ανθρώπων και τον εκτοπισμό περίπου 300.000 κατοίκων και από τις δύο πλευρές των συνόρων.
Παρά την υπογραφή συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός στα τέλη Οκτωβρίου, παρουσία του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, η οποία θεωρήθηκε τότε ως σημείο καμπής, οι ελπίδες για σταθερότητα φαίνεται να διαψεύδονται. Ο ίδιος ο Τραμπ δήλωσε πως προτίθεται να αναλάβει πρωτοβουλία, ανακοινώνοντας ότι θα επικοινωνήσει απευθείας με τις ηγεσίες των δύο χωρών, υποστηρίζοντας ότι μπορεί να συμβάλει στον τερματισμό μιας σύγκρουσης ανάμεσα σε δύο ισχυρά κράτη της περιοχής.





















